- ἔνοχον
- повинного
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ἔνοχον — ἔνοχος held in masc/fem acc sg ἔνοχος held in neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
OPIFICES — sub Minervae olim patrocinio fuêre: Ovid. Fastor. l. 3. v. 833. Namque Mille Dea est operum. Hinc de illa sic Isidorus: Minervam Gentiles multis ingeniis praedicant: hanc enim primam lanificii usum monstrâsse, hanc etiam telam ordisse et… … Hofmann J. Lexicon universale
παραχωρίζω — Α παραδίδω («κρίνας ἔνοχον θανάτῳ παρεχώρισα» τόν έκρινα ένοχο και τόν παρέδωσα νά θανατωθεί, τόν καταδίκασα σε θάνατο, επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + χωρίζω (< χῶρος), πρβλ. κατα χωρίζω] … Dictionary of Greek
προσωθώ — προσωθῶ, έω, ΝΜΑ·1. σπρώχνω προς κάτι ή προς τα εμπρός («τὸν ἱεροσυλίας ἔνοχον... ἅπαντες προσωθοῡσιν εἰς τὸν ὄλεθρον», ΠΔ) 2. (κατά τον Ησύχ.) «προσωθεῑται προστρίβεται». [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὠθῶ «σπρώχνω»] … Dictionary of Greek